ESPA
 

Μείωση του ZnO στα σιτηρέσια χοιριδίων

Μείωση του ZnO στα σιτηρέσια χοιριδίων

Μείωση του ZnO στα σιτηρέσια χοιριδίων

Γιάννης Κάρβελης, NUEVO A.E.,  www.nuevo-group.com

Τα απογαλακτισμένα χοιρίδια συχνά υποφέρουν από διάρροιες αμέσως μετά τον απογαλακτισμό κυρίως λόγω της ανωριμότητας του γαστρεντερικού τους συστήματος και της ανεπαρκούς ικανότητας πέψης των αυξημένων φυτικών Α’ υλών του σιτηρεσίου. Η μειωμένη πρόσληψη τροφής, ως αποτέλεσμα του απογαλακτισμού-μια ιδιαίτερα στρεσσογόνος διαδικασία-θα μπορούσε να οδηγήσει σε βλάβες του πεπτικού συστήματος όπως το μειωμένο ύψος των λαχνων (το ύψος απομειώνεται λόγω μειωμένης πρόσληψης τροφής, λοίμωξης και stress) και το αυξημένο βάθος των κρυπτών. Αυτό με τη σειρά του θα αυξήσει την άπεπτη τροφή που φτάνει στο έντερο η οποία δρα ως ιδανικό υπόστρωμα για την ανάπτυξη βακτηρίων (E.coli) και διαταράσσει την αντοχή του εντέρου στις βακτηριακές προκλήσεις.

Η διατροφή των νεαρών απογαλακτισμένων χοιριδίων αποτελεί πρόκληση για όσους εμπλέκονται στην χοιροτροφία, καθώς μια καλή αρχή στην περίοδο μετά τον απογαλακτισμό θα επηρεάσει σημαντικά την μετέπειτα επιβίωση καθώς και το ρυθμό ανάπτυξης των χοίρων μέχρι την στιγμή της διάθεσής τους στην αγορά.

Στην σημερινή εποχή, κάθε ολοκληρωμένο πρόγραμμα διατροφής στοχεύει στην ομαλή μετάβαση από τις συνθέσεις  1ης ηλικίας-συνθέσεις με υψηλή πεπτικότητα/υψηλό κόστος- σε μια λιγότερο δαπανηρή τροφή 2ης ηλικίας βασισμένη σε συνθέσεις με πρωτεΐνες φυτικής προέλευσης, η οποία όμως πρέπει να προάγει την υψηλή πρόσληψη τροφής. Είναι επίσης γεγονός ότι ακόμη και σήμερα, παρά την πληθώρα διατροφικών προσθετικών και το προηγμένο γενετικό υλικό που είναι διαθέσιμα, οι συνθέσεις των χοίρων απογαλακτισμού συνεχίζουν να βασίζονται στην συμπερίληψη τόσο των αντιβιοτικών όσο και του ZnO για την αντιμετώπιση των υδαρών κοπράνων και/ή της διάρροιας.

Ωστόσο, αυτό το καθεστώς χρειάζεται αλλαγή-και σταδιακά αλλάζει-και χωρίς καμιά αμφιβολία υπάρχει ανάγκη να προσδιοριστούν και να εφαρμοστούν εναλλακτικές στρατηγικές που θα καθιστούν τα χοιρίδια ικανά να αντιμετωπίσουν τις δυσλειτουργίες του μεταβολισμού μετά τον απογαλακτισμό πιο αποδοτικά.

Πρωτεΐνη

Τα περισσότερα παθογόνα βακτήρια θα χρησιμοποιήσουν την άπεπτη πρωτεΐνη για πολλαπλασιασμό και ανάπτυξη και ως εκ τούτου μια λογική μείωση της ακατέργαστης πρωτεΐνης στην διατροφή θεωρείται κρίσιμο σημείο για τον έλεγχο της διάρροιας μετά τον απογαλακτισμό. Η αύξηση της διαθεσιμότητας των κρυσταλλικών αμινοξέων άλλαξε ριζικά τον τρόπο προσέγγισης της πρωτεϊνικής διατροφής των χοιριδίων. Έτσι, από διατροφικής απόψεως, είναι δυνατή η ‘μετακίνηση’ από μια διατροφή βασισμένη στην ακατέργαστη πρωτεΐνη σε μια βασισμένη στα πεπτά αμινοξέα χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά η απόδοση των χοιριδίων ή και στις περισσότερες περιπτώσεις να βελτιωθεί.

Συνθέσεις με ιδανικό προφίλ πεπτών αμινοξέων πρέπει να θεωρούνται δεδομένες. Η Λυσίνη και η Μεθειονίνη είναι ουσιώδους σημασίας αλλά ειδική προσοχή πρέπει να δίνεται στην Θρεονίνη, καθώς ο ρόλος της στην πρωτεϊνική σύνθεση είναι αδιαμφησβήτητος. Εξίσου σημαντική ωστόσο είναι η εμπλοκή της στην διατήρηση της εντερικής υγείας, ιδιαιτέρως κατά την διάρκεια προκλήσεων υγείας, όπου η παροχή Θρεονίνης μέσω της διατροφής παίζει σημαντικό ρόλο στην λειτουργία του  ανοσοποιητικού συστήματος μέσω της σύνθεσης των ανοσογλοβουλινών. Η Βαλίνη που είναι το 5ο οριακό αμινοξύ θα πρέπει επίσης να τύχει ιδιαίτερης προσοχής καθώς,  σύμφωνα με τα τελευταία επιστημονικά δεδομένα, είναι καθοριστική τόσο στην πρόσληψη τροφής όσο και στη διαμόρφωση του συντελεστή μετατρεψιμότητας.

Συνθέσεις πλούσιες σε ζωικές πρωτεΐνες, πρέπει επίσης να ελέγχονται για το προφίλ αμινοξέων τους καθώς η Βαλίνη, η Ισολευκίνη και η Λευκίνη ανήκουν στην ομάδα των αμινοξέων διακλαδισμένης αλυσίδας (BCAA) και περίσσεια Λευκίνης (σιτηρέσιο με υψηλή συμπερίληψη ζωικών προϊόντων: ιχθυάλευρο, πλάσμα, πτηνάλευρο κτλ.) σε συνδυασμό με έλλειψη Βαλίνης/Ισολευκίνης μπορεί να είναι καθοριστικής σημασίας για την απόδοση των χοιριδίων.

Acid Binding Capacity (ABC)

Οι συνθέσεις με υψηλό ABC οδηγούν σε χαμηλότερη πεπτικότητα της οργανικής ουσίας και της πρωτεΐνης και για αυτό επηρεάζουν αρνητικά την απόδοση των χοιριδίων. Ταυτόχρονα, οι υψηλές τιμές ABC έχουν σημαντική επίδραση στην αύξηση της εντερικής ζύμωσης που λαμβάνει χώρα στον ειλεό και το τυφλό έντερο όπου η ενέργεια είναι ο περιοριστικός παράγοντας για την ανάπτυξη των βακτηρίων. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την αυξημένη πρωτεόλυση που με τη σειρά της αυξάνει την απελευθέρωση αμινών και αμμωνίας, τελικά προϊόντα τα οποία είναι τοξικά και προκαλούν διάρροια. Το αποτέλεσμα είναι μειωμένη ανάπτυξη και άρρωστα χοιρίδια!

Η τιμή του ABC της τροφής εξαρτάται κυρίως από την μορφή των ανόργανων συστατικών και την πηγή των πρωτεϊνών και επομένως χαμηλά επίπεδα Ca, P και πρωτεΐνης για τις πρώτες 2 εβδομάδες μετά τον απογαλακτισμό, δύναται να περιορίσει σημαντικά τα προβλήματα και να ενισχύσει την απόδοση των χοιριδίων.

Επιλεκτική επιλογή Α’ υλών

Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, οποιαδήποτε προσαρμογή στα επίπεδα ανόργανων συστατικών και πρωτεϊνών-με σκοπό πάντοτε την μείωση του Acid Binding Capacity-πρέπει να γίνεται μέσω της υπεύθυνης επιλογής πρώτων υλών.  Μερική ή ολική αντικατάσταση του ανθρακικού ασβεστίου (μαρμαρόσκονη) με μυρμηκικό ασβέστιο και η παράλληλη χρήση του φωσφορικού μονοασβεστίου αντί του φωσφορικού διασβεστίου θα οδηγήσει σε αυξημένο κόστος διατροφής αλλά θα μειώσει αποτελεσματικά το buffering capacity της τροφής.

Ομοίως με τα επίπεδα της πρωτεΐνης, στόχος θα πρέπει να είναι επίπεδα της τάξης 18-18,5% εξασφαλίζοντας όμως ταυτόχρονα ότι τα επίπεδα της SID Λυσίνης είναι τουλάχιστον 12-13 gr/Kg και όλα τα υπόλοιπα απαραίτητα αμινοξέα είναι σωστά ισορροπημένα.

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ελέγχονται διεξοδικά και να μην απορρίπτονται βιαστικά πρώτες ύλες υψηλής θρεπτικής αξίας απλά και μόνο εξαιτίας, για παράδειγμα, της υψηλής περιεκτικότητας σε πρωτεΐνη και της φαινομενικά υψηλής τιμής ABC. Αντί αυτού, η κατάρτιση του σιτηρεσίου θα πρέπει να γίνεται στοχευμένα με ξεκάθαρο προσανατολισμό: πρώτα την προετοιμασία του γαστρεντερικού σωλήνα των χοιριδίων για την επερχόμενη υψηλή ανάπτυξη και έπειτα την ‘ώθηση’ για υψηλή πρόσληψη τροφής.

Οργανικά οξέα

Ο εντερικός σωλήνας αλλάζει σταδιακά κατά την διάρκεια της περιόδου απογαλακτισμού και αυτό επηρεάζει τόσο την υγεία των χοιριδίων όσο και την πεπτικότητα και την αξιοποίηση των ζωοτροφών. Ο πολλαπλασιασμός των επιβλαβών βακτηρίων εξαρτάται από πολλούς παράγοντες συμπεριλαμβανομένων της θερμοκρασίας, της υγρασίας και του pH.  Τα βακτήρια προτιμούν το ουδέτερο pH για την ανάπτυξή τους και για αυτό το λόγο η δραστικότητά τους μπορεί να ανασταλεί με την χρήση οργανικών οξέων.

Η συμπερίληψη των οργανικών οξέων στην τροφή μειώνει το pH και το ABC της τροφής που με τη σειρά τους βελτιώνουν την λειτουργία του στομάχου, επιβραδύνουν τον ρυθμό εκκένωσης, αυξάνουν την παραγωγή παγκρεατικών ενζύμων και βελτιώνουν την πεπτικότητα και την χρησιμοποίηση των θρεπτικών συστατικών (πρωτεΐνη και ενέργεια).

Τα οργανικά οξέα έχουν βακτηριοκτόνο δράση καθώς παρεμβαίνουν στον μεταβολισμό των βακτηρίων. Η ικανότητά τους να αλλάξουν από την αδιάστατη στην διιστάμενη μορφή ανάλογα με το pH του περιβάλλοντος τα καθιστά αποτελεσματικούς αντιμικροβιακούς παράγοντες.  Όταν ένα οξύ είναι στην αδιάστατη του μορφή μπορεί να διαπεράσει την κυτταρική μεμβράνη των βακτηρίων. Αφού διεισδύσει στο κύτταρο, θα συνεχίσει να μειώνει το εσωτερικό pH. Τα βακτηριακά κύτταρα, προκειμένου να διατηρήσουν την εσωτερική τους ομοιόσταση θα πρέπει να εξωθήσουν τα πρωτόνια με αποτέλεσμα την διακοπή ή επιβράδυνση της ενζυμικής διαδικασίας ως αποτέλεσμα της αποτυχίας ή της διακοπής του κυτταρικού μεταβολισμού.

Μεσαίου μεγέθους αλυσίδας λιπαρά οξέα (MCFA)

Τα μεσαίου μεγέθους αλυσίδας λιπαρά οξέα είναι οξέα τα οποία εξάγονται από το λάδι καρύδας και το φοινικέλαιο. Ο τρόπος δράσης τους είναι όμοιος με των οργανικών οξέων καθώς έχουν παρεμφερή επίδραση στον πολλαπλασιασμό των βακτηρίων. Παράλληλα, χαρακτηρίζονται από ισχυρή αντιμικροβιακή δραστηριότητα η οποία οφείλεται στην ικανότητά τους να διεισδύουν στον κυτταρικό εισβολέα και να διασπούν το κυτταρικό τοίχωμα και την κυτταρική μεμβράνη.

Λόγω της κυτταρικής τους δομής, τα μεσαίου μεγέθους αλυσίδας λιπαρά οξέα μπορούν εύκολα να απορροφηθούν και να μεταβολιστούν τέσσερεις φορές πιο γρήγορα συγκριτικά με τα μακράς αλυσίδας λιπαρά οξέα. Αυτό τα κάνει ιδιαίτερα αποτελεσματικά-σε όρους ενέργειας-ιδιαίτερα στα νεαρά χοιρίδια, στα οποία το πεπτικό σύστημα δεν είναι πλήρως ανεπτυγμένο και επομένως δεν μπορούν να καλύψουν τις ενεργειακές τους ανάγκες.

Συμπερασματικά, τα μεσαίου μεγέθους αλυσίδας λιπαρά οξέα επηρεάζουν θετικά το εντερικό περιβάλλον και την εντερική μικροχλωρίδα και συνεπώς η χορήγησή τους μπορεί να θεωρηθεί ως μία από τις στρατηγικές που μπορούν να εφαρμοστούν για την μείωση του ZnO ή/και των αντιβιοτικών.

Υπερδοσολογία φυτάσης

Το φυτικό οξύ θεωρείται σημαντικός αντί-διαιτητικός παράγοντας εξαιτίας της μείωσης της βιοδιαθεσιμότητας των θρεπτικών συστατικών. Πρόσφατες έρευνες έχουν επιβεβαιώσει την αρνητική επίδραση στην αφομοίωση των πρωτεϊνών/αμινοξέων, όπως και στην χρησιμοποίηση της ενέργειας από τους χοίρους.

Το φυτικό οξύ έχει την ιδιότητα να κάνει τις πρωτεΐνες αδιάλυτες.  Η μειωμένη διαλυτότητα των πρωτεϊνών θα προκαλέσει αυξημένη παραγωγή υδροχλωρικού οξέος, πεψίνης, βλεννίνης και διττανθρακικού νατρίου με αποτέλεσμα τις αυξημένες ενεργειακές ανάγκες συντήρησης και την απώλεια ενδογενών αμινοξέων.

Η διάσπαση του φυτικού οξέος-το συντομότερο δυνατό-με την προσθήκη φυτάσης σε υψηλά επίπεδα (superdosing) αναμένεται να έχει ευεργετικά αποτελέσματα στην απόδοση των χοίρων βελτιώνοντας την χρησιμοποίηση των αμινοξέων (ειδικά εκείνων που σχετίζονται με την βλεννίνη και των παγκρεατικών εκκρίσεων όπως η γλυκίνη, η σερίνη, η θρεονίνη και η προλίνη) και βελτιώνοντας την ενέργεια του μεταβολισμού είτε από άμεσες (βελτιωμένη πεπτικότητα και διαλυτότητα των θρεπτικών συστατικών) ή έμμεσες (μείωση ενδογενών απωλειών) ενέργειες.

Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας και ενώ δεν έχει γίνει κάποια αναφορά σε άλλους προφανείς παράγοντες όπως η διαχείριση, το επίπεδο υγείας, το γενετικό υλικό, κ.τ.λ., είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι πρόσφατες επιστημονικές έρευνες και μελέτες έδειξαν ότι η υψηλή πρόσληψη τροφής-από τις πρώτες ημέρες ζωής των χοιριδίων-συμβάλει στην αποδοτικότερη πέψη και χρησιμοποίηση των θρεπτικών συστατικών όπως η πρωτεΐνη και το άμυλο, οδηγώντας στον επιθυμητό υψηλό ρυθμό ανάπτυξης. Αντίθετα, η μειωμένη πρόσληψη τροφής μετά τον απογαλακτισμό μπορεί να είναι καθοριστική τόσο για την υγεία όσο και για το ρυθμό ανάπτυξης των χοιριδίων.

Δείτε περισσότερα στο Young animal nutrition